- επιφανειακός
- superficiel
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
επιφανειακός — ή, ό [επιφάνεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφάνεια 2. επιπόλαιος, όχι σε βάθος, απατηλός, ψεύτικος («επιφανειακή εξέταση τών πραγμάτων») … Dictionary of Greek
επιφανειακός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφάνεια, που είναι της επιφάνειας, άβαθος: Επιφανειακή ρωγμή του τοίχου. 2. μτφ., που γίνεται στην επιφάνεια, επιπόλαιος, ψεύτικος: Επιφανειακό ενδιαφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδερμικός — Εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδερμίδα. Μεταφορικά, ο επιπόλαιος, ο επιφανειακός. (Γεωλ.) Ε. πτυχώσεις ονομάζεται το φαινόμενο της αποκόλλησης των πετρωμάτων που συντελείται όταν όγκοι από σκληρά και βαριά πετρώματα, τα οποία βρίσκονται… … Dictionary of Greek
επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… … Dictionary of Greek
ακροθιγής — ές (Α ἀκροθιγής) 1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος 2. επίρρ. ακροθιγώς α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια νεοελλ. αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά … Dictionary of Greek
ακρόπλους — ἀκρόπλους, ουν (ασυναίρ. πλοος, πλοον) (Α) 1. αυτός που πλέει στην επιφάνεια, που περνώντας μόλις αγγίζει την επιφάνεια τού νερού 2. επιφανειακός, επιπόλαιος «νόος ἀκρόπλοος καὶ ἀβέβαιος» (Ιπποκρ. Επιστ. 18). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πλοῡς] … Dictionary of Greek
αμυχιαίος — ἀμυχιαῑος, α, ον (Α) [ἀμυχή] ο λίγο ξυσμένος, ελαφρά γρατσουνισμένος, επιπόλαιος, επιφανειακός, ξέσκουρος … Dictionary of Greek
εξωτερικός — ή, ό (AM ἐξωτερικός, ή, όν) [εξώτερος] αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια, που υπάρχει προς τα έξω («εξωτερική σκάλα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει βάθος, επιφανειακός, επιπόλαιος 2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους… … Dictionary of Greek
εξώπετσος — και ξώπετσος, η, ο 1. επιδερμικός 2. επιφανειακός 3. (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εξώπετσα και ξώπετσα επιπόλαια, επιφανειακά … Dictionary of Greek
επίχρωση — η (AM ἐπίχρωσις) [επιχρῴζω] χρωματισμός μιας επιφάνειας, επιφανειακός μόνο χρωματισμός … Dictionary of Greek
επιπολή — η (AM ἐπιπολή) 1. η επιφάνεια, το πάνω μέρος ενός πράγματος, απανωσιά 2. (γεν. ως επίρρ.) επιπολής επιφανειακά, στην επιφάνεια, πάνω πάνω (α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής τού κύματος», Παπαδιαμ. β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», Ξεν.) 3. «ἐξ… … Dictionary of Greek